- αποσπαράσσω
- ἀποσπαράσσω (Α)αποσπώ βίαια, ξεσκίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποσπαράσσοντα — ἀποσπαράσσω tear off pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποσπαράσσω tear off pres part act masc acc sg ἀποσπαράσσω tear off pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποσπαράσσω tear off pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπαράξαντας — ἀποσπαράσσω tear off aor part act masc acc pl ἀποσπαράσσω tear off aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπαράσσειν — ἀποσπαράσσω tear off pres inf act (attic epic) ἀποσπαράσσω tear off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπαράσσων — ἀποσπαράσσω tear off pres part act masc nom sg ἀποσπαράσσω tear off pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσπάραξεν — ἀποσπαράσσω tear off aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσπάραττεν — ἀποσπαράσσω tear off imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπαράξας — ἀποσπαράξᾱς , ἀποσπαράσσω tear off aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποσπαράξᾱς , ἀποσπαράσσω tear off aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)